17.9.11

"Σφαγή του Δίστομου" : το χρονικό ενός δικαστικού αγώνα με διεθνείς διαστάσεις


Πριν από μερικούς μήνες η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, στην εκπνοή της σχετικής προθεσμίας, να καταθέσει αίτημα παρέμβασης υπέρ της Ιταλίας στη διεθνή δικαστική διαφορά μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Το Διεθνές Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας που επικαλείται η γερμανική κυβέρνηση αρνούμενη να καταβάλει αποζημιώσεις για τις εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Το πώς και το γιατί η αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου συνδέεται με την δικαστική διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας είναι μια μεγάλη ιστορία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και συγκεκριμένα από την μακρινή 10η Ιουνίου του 1944 όταν ένα τάγμα των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων των SS υπέστη μεγάλες απώλειες  από τους αντιστασιακούς έλληνες αντάρτες στη μάχη του Στειρίου, κοντά στο ομώνυμο χωριό της επαρχίας Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Η γερμανική κατοχική δύναμη εισέβαλε με τεθωρακισμένα στο γειτονικό Δίστομο και με πρωτοφανή αγριότητα προέβη σε σκληρά αντίποινα χωρίς καμία εξαίρεση μεταξύ άμαχου πληθυσμού με βιασμούς, ακρωτηριασμούς γυναικόπαιδων και παρόμοιες πράξεις ωμής βίας παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αυτή η πράξη καταγράφηκε ιστορικά ως η σφαγή του Διστόμου, ενός εκ των πιο στυγερών ναζιστικών εγκλημάτων  κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου.
Ο δικαστικός αγώνας για την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου, ξεκίνησε με την πρωτοβουλία των κατοίκων της περιοχής και τη νομική συνδρομή του αείμνηστου δικηγόρου και πολιτικού Ιωάννη Σταμούλη ο οποίος συνέταξε την ομαδική αγωγή 218 συγγενών θυμάτων της σφαγής του Διστόμου για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν καθώς και για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν από τις λεηλασίες σε σπίτια και καταστήματα της περιοχής. Το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς το 1997 έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το αίτημα της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων επιδικάζοντας συνολικό ποσό 9,5 δισεκατομμυρίων δραχμών ενώ το αίτημα για την αποζημίωση σχετικά με τις υλικές ζημίες απερρίφθη ως αόριστο. Το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε σε ένδικα μέσα ενώπιον αρχικώς του Εφετείου και εν συνεχεία του Αρείου Πάγου με αποτέλεσμα να απορριφθούν τα αιτήματα του και να επικυρωθεί τελεσίδικα η απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς.
Το θέμα στη συνέχεια πήρε διαφορετική τροπή, με αφορμή μια άλλη υπόθεση που αφορούσε αποζημίωση για υλικές ζημίες ενάντια στο γερμανικό δημόσιο. Και σε αυτή την περίπτωση ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του γερμανικού δημοσίου το οποίο προέβαλλε εκ νέου ως επιχείρημα το προνόμιο της ετεροδικίας, σύμφωνα με το οποίο, τα κράτη δεν μπορούν να δικάζονται από δικαστήρια άλλης χώρας. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση το προνόμιο της ετεροδικίας αίρεται διότι αφορά βλάβες που προκάλεσαν όργανα της συγκεκριμένης χώρας σε πολίτες άλλης χώρας και ως εκ τούτου γεννάται αδικοπρακτική ευθύνη, και ακόμα, ότι η άρση της ετεροδικίας σε αυτές τις περιπτώσεις, αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα τους διεθνούς δικαίου.
Στη συνέχεια το γερμανικό δημόσιο έθεσε το θέμα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) ώστε να αποφανθεί, για το αν η άρση της ετεροδικίας σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου με βάση τη σχετική διεθνή σύμβαση (Σύμβαση της Βασιλείας περί της ετεροδικίας των Κρατών του 1972).
 Το ΑΕΔ έκρινε ότι η άρση της ετεροδικίας δεν αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, εμμένοντας έτσι στη μακροχρόνια καθιερωμένη αρχή της ετεροδικίας του αλλοδαπού κράτους, η οποία καλύπτει ως επί το πλείστον και τις ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου, ενώ για τις αποζημιώσεις έκρινε ότι αυτές καθορίζονται με βάση διακρατικές συμφωνίες και όχι με ατομικές αγωγές πολιτών. (ΑΕΔ  6/2002).
Με βάση αυτές τις εξελίξεις η τότε κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεσή της προκειμένου να προχωρήσει η εκτέλεση της απόφασης κατά αλλοδαπής χώρας. Εφόσον λοιπόν δεν ήταν δυνατή η εκτέλεση των παραπάνω αποφάσεων στην Ελλάδα, ο δικηγόρος Ιωάννης Σταμούλης αποφάσισε να κάνει χρήση σχετικής διάταξης του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις μια χώρας μέλους μπορούν να εκτελεστούν και στις άλλες χώρες μέλη, προχωρώντας σε κατάσχεση ιδιοκτησιών του γερμανικού δημοσίου στη Φλωρεντία. Το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε κατά της εκτέλεσης στο πρωτοδικείο της Φλωρεντίας το οποίο απέρριψε το αίτημα του ενώ στη συνέχεια το ίδιο έπραξε σε δεύτερο βαθμό και το εφετείο. Τέλος το ανώτατο  ακυρωτικό δικαστήριο της Ρώμης (Cassazione) στην υπόθεση  Φερίνι (Ferrini c. Repubblica Federale della Germania), ενός ιταλού πολίτη ο οποίος το 1944 είχε συλληφθεί και μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, απεφάνθη οριστικά υπέρ της εκτέλεσης των αποφάσεων των ιταλικών (και κατά συνέπεια και των ελληνικών) δικαστηρίων κατά του γερμανικού δημοσίου με το αιτιολογικό ότι σε περιπτώσεις μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το προνόμιο της ετεροδικίας αίρεται. Η Γερμανία ως έσχατη προσπάθεια να αποφύγει την καταβολή των αποζημιώσεων αποφάσισε να προσφύγει στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ζητώντας την καταδίκη της Ιταλίας για παραβίαση του προνομίου της ετεροδικίας του γερμανικού κράτους. Η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται στις 12/9/2011 και όπως αναφέραμε πιο πάνω η Ελλάδα άσκησε παρέμβαση υπέρ της Ιταλίας, υπό την πίεση της κοινής γνώμης σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη για τις ελληνογερμανικές σχέσεις περίοδο.
Εδώ  θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αποζημίωση των θυμάτων και των συγγενών τους από εγκλήματα πολέμου δεν ταυτίζεται με το θέμα των κατοχικών δανείων κλπ που αποτελούν αντικείμενο της σφαίρας των διακρατικών σχέσεων και συμφωνιών.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στην προκειμένη περίπτωση, θα αποφανθεί επί του θέματος της ετεροδικίας, και σε περίπτωση απόρριψης της γερμανικής προσφυγής θα ανοίξει πλέον ο δρόμος για τη δικαίωση των θυμάτων (και των συγγενών τους) που έπεσαν θύματα του ναζιστικού καθεστώτος. Επιπλέον, θα αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό βήμα, ώστε η μη εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας των κρατών σε υποθέσεις που αφορούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, να εδραιωθεί ως κανόνας του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens). Με αυτό τον τρόπο, κανένα κράτος δεν θα μπορεί να οχυρώνεται πλέον πίσω από το προνόμιο της ετεροδικίας αποφεύγοντας να λογοδοτεί και να αποζημιώνει τα θύματα παρόμοιων εγκληματικών πράξεων.