7.3.12

Κρίση και καταναλωτική συνείδηση: μια ευκαιρία για πραγματική ανάπτυξη

Με αφορμή το λεγόμενο ‘’κίνημα της πατάτας’’ και την διαφαινόμενη στροφή των καταναλωτών στα τοπικά προϊόντα δημιουργείται η βάσιμη ελπίδα ότι και ο έλληνας καταναλωτής αρχίζει επιτέλους να αποκτά  καταναλωτική συνείδηση.
Μέχρι πριν λίγο καιρό φράσεις όπως δίκαιο και ηλεκτρονικό εμπόριο ήταν άγνωστες στην συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών. Μετά το σπάσιμο της ‘’φούσκας’’ όλο και περισσότεροι  άνθρωποι στη χώρα μας συνειδητοποιούν ότι η υιοθέτηση ενός πιο συνειδητού, αλληλέγγυου  και ορθολογικού μοντέλου ζωής όχι μόνον τους βοηθάει να αντεπεξέλθουν καλύτερα στις καθημερινές τους ανάγκες αλλά μπορεί παράλληλα να συμβάλλει και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Το δίκαιο εμπόριο (fair trade) αποτελεί το βασικό εργαλείο σε όλο τον κόσμο για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των παραγωγών και των καταναλωτών. Πρόκειται για μια σειρά προδιαγραφών στην παραγωγή και στη διάθεση των προϊόντων που επιβάλλουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την εξασφάλιση ενός εύλογου και  ικανοποιητικού κέρδους για τον παραγωγό και την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον. Τέλος δίκαιο εμπόριο σημαίνει ότι ένα μέρος των κερδών επιστρέφει στην τοπική κοινωνία είτε με νέες επενδύσεις  είτε με τη μορφή παροχών ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περιοχής.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce) ή καλύτερα ηλεκτρονικό επιχειρείν (e-business) αναπτύχθηκε με την εξέλιξη της χρήσης του internet και αποτέλεσε σταδιακά ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν το παραδοσιακό μοντέλο διάθεσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών που παρέχουν. Η χαμηλότερη τιμή εξασφαλίζεται από την αμεσότητα της προβολής και τα χαμηλά κόστη διανομής και διαφήμισης ενώ παράλληλα ο καταναλωτής δεν χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο και χρήμα για την μετακίνηση του προκειμένου να αποκτήσει  το  προϊόν  που επιθυμεί.
Σε μια ελεύθερη και δημοκρατική χώρα  ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και τις ανάγκες του πρέπει να είναι ελεύθερος να επιλέγει προϊόντα και υπηρεσίες και το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει και να διασφαλίζει αυτή την ελευθερία.
Ως εκ τούτου τα νέα μοντέλα κατανάλωσης δεν έρχονται να εξοβελίσουν τα παραδοσιακά (τα οποία συμβάλλουν στην διατήρηση και στην αύξηση των θέσεων εργασίας μεταξύ άλλων) αλλά να δημιουργήσουν περισσότερες εναλλακτικές επιλογές στον καταναλωτή. Επιπλέον συμβάλλουν στη γενικότερη ευαισθητοποίηση των πολιτών με την ανάδειξη των στρεβλώσεων που έχουν δημιουργήσει οι ασύδοτες μορφές επιχειρηματικότητας αλλά και των αρνητικών συνεπειών που έχει κάποιες φορές η παραγωγική διαδικασία στο φυσικό και στο αστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης αρχίζει να παρουσιάζεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό του τρόπου παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης των προϊόντων, δηλαδή για την δημιουργία ενός πιο βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης στηριζόμενο στην αξιοποίηση των ιδιαίτερων τοπικών προϊόντων, στην ενίσχυση των αγροτικών συνεταιρισμών και των άλλων ενώσεων πολιτών και γενικά στο ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας των ελλήνων.  Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋοποθέσεις ώστε η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί αυτή τη φορά σε πιο στέρεες βάσεις και να ανακτηθεί πιο γρήγορα το χαμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων το οποίο δεν θα στηρίζεται πλέον στον ανεξέλεγκτο δανεισμό αλλά στην υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα και στην καινοτομία.

6.10.11

Το δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές αστικό περιβάλλον παραμένει άπιαστο όνειρο...

Σήμερα το πρωί, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, περιμένοντας την σειρά της δικής μας υπόθεσης, παρακολούθησα μια πολύ ενδιαφέρουσα, και άκρως ενδεικτική της ελληνικής πραγματικότητας, δίκη. Τρεις δημόσιοι λειτουργοί, κατηγορούνταν για παραβίαση διατάξεων του νόμου 1650/1986. Πρόκειται για μια υπόθεση προστασίας του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου. Το κατηγορητήριο εν συντομία ήταν ότι οι τρεις δημόσιοι υπάλληλοι, με πράξεις  και παραλήψεις, παραβίασαν σωρεία άρθρων του ν. 1650/1986 ο οποίος στο άρθρο 28 προβλέπει  και  ποινικές ευθύνες για όποιον ρυπαίνει ή υποβαθμίζει το περιβάλλον. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι τρεις κατηγορούνταν ότι ενεργώντας κατά παράβαση του νόμου, δεν έπραξαν τα προβλεπόμενα αφού σε συγκεκριμένο σημείο δρόμου ταχείας κυκλοφορίας που διέρχεται από κατοικημένη περιοχή, δεν τοποθετήθηκαν τα κατάλληλα παραπετάσματα απορρόφησης του ήχου με αποτέλεσμα να προκαλείται σοβαρή ηχορύπανση η οποία υποβαθμίζει το περιβάλλον και κατά συνέπεια την ποιότητα ζωής των περίοικων.
Οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι έπραξαν το καλύτερο δυνατό στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, ότι εισάκουσαν τα παράπονα και τις καταγγελίες των πολιτών, αλλά εκ της θέσεως τους δεν μπορούσαν να πράξουν τίποτα περισσότερο, διότι αφενός το θέμα είναι περίπλοκο εφόσον εμπλέκονται εκτός  από τους περιβαλλοντικούς κανόνες και θέματα ασφάλειας και αφετέρου ότι οι ίδιοι μέσα στο υπάρχον νομικό και διοικητικό πλαίσιο δεν είχαν καμία δυνατότητα  περαιτέρω παρέμβασης. Ακόμα, ότι η εκτέλεση και τα κόστη του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν της δικής τους αρμοδιότητας, και άρα ήταν αδύνατον για αυτούς εκ των υστέρων να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε πράξη που θα επέφερε μεταβολή του κόστους του έργου και έτσι απλά περιορίστηκαν να εισάγουν το θέμα στα συναρμόδια υπουργεία.
Οι πολίτες περίοικοι που κατέθεσαν ως μάρτυρες εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους για την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους εξαιτίας της σοβαρής ηχορύπανσης που υφίστανται, αφού στερούνται την αυτονόητη  δυνατότητα να απολαύσουν λίγες στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης στο ίδιο τους το σπίτι. Επίσης κατέθεσαν ότι οι μετρήσεις, για τον έλεγχο της προκαλούμενης από διερχόμενα αυτοκίνητα ηχορύπανσης, υπήρξαν πλημμελείς και βιαστικές. 
Η εισαγγελέας στην πρόταση της, είπε ότι κατανοεί το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργείται  στην ζωή των κατοίκων της περιοχής, αλλά από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν συγκεκριμένες ευθύνες για τους κατηγορούμενος οι οποίοι μάλλον ήταν αναρμόδιοι να επιλύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, και, δικονομικά ορθώς κατά την άποψη μου,  ζήτησε την απαλλαγή τους. Το δικαστήριο στη συνέχεια με τη σειρά του, κήρυξε τους τρεις κατηγορούμενους αθώους, εφόσον όντως δεν προέκυψαν συγκεκριμένες ευθύνες στα πρόσωπά τους.
Αναφέρω την συγκεκριμένη υπόθεση γιατί κατά την άποψη μου αποτελεί επιτομή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα θέματα περιβάλλοντος  στην Ελλάδα, παρά την συνταγματική κατοχύρωση στο περίφημο άρθρο 24 του Συντάγματος μας. Από τις πλημμελείς περιβαλλοντικές μελέτες των δημοσίων έργων, τις δαιδαλώδεις αρμοδιότητες, την ατελείωτη γραφειοκρατία μέχρι την πολυνομία κλπ., με αποτέλεσμα  να δημιουργείται έτσι ένα αίσθημα πλήρους εγκατάλειψης στον πολίτη  ο οποίος αισθάνεται ότι δεν έχει που να αποφανθεί για να ζητήσει το αυτονόητο, το δικαίωμα του να ζήσει σε ένα ανθρώπινο και αξιοπρεπές αστικό περιβάλλον.

17.9.11

"Σφαγή του Δίστομου" : το χρονικό ενός δικαστικού αγώνα με διεθνείς διαστάσεις


Πριν από μερικούς μήνες η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, στην εκπνοή της σχετικής προθεσμίας, να καταθέσει αίτημα παρέμβασης υπέρ της Ιταλίας στη διεθνή δικαστική διαφορά μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Το Διεθνές Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας που επικαλείται η γερμανική κυβέρνηση αρνούμενη να καταβάλει αποζημιώσεις για τις εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Το πώς και το γιατί η αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου συνδέεται με την δικαστική διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας είναι μια μεγάλη ιστορία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και συγκεκριμένα από την μακρινή 10η Ιουνίου του 1944 όταν ένα τάγμα των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων των SS υπέστη μεγάλες απώλειες  από τους αντιστασιακούς έλληνες αντάρτες στη μάχη του Στειρίου, κοντά στο ομώνυμο χωριό της επαρχίας Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Η γερμανική κατοχική δύναμη εισέβαλε με τεθωρακισμένα στο γειτονικό Δίστομο και με πρωτοφανή αγριότητα προέβη σε σκληρά αντίποινα χωρίς καμία εξαίρεση μεταξύ άμαχου πληθυσμού με βιασμούς, ακρωτηριασμούς γυναικόπαιδων και παρόμοιες πράξεις ωμής βίας παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αυτή η πράξη καταγράφηκε ιστορικά ως η σφαγή του Διστόμου, ενός εκ των πιο στυγερών ναζιστικών εγκλημάτων  κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου.
Ο δικαστικός αγώνας για την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου, ξεκίνησε με την πρωτοβουλία των κατοίκων της περιοχής και τη νομική συνδρομή του αείμνηστου δικηγόρου και πολιτικού Ιωάννη Σταμούλη ο οποίος συνέταξε την ομαδική αγωγή 218 συγγενών θυμάτων της σφαγής του Διστόμου για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν καθώς και για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν από τις λεηλασίες σε σπίτια και καταστήματα της περιοχής. Το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς το 1997 έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το αίτημα της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων επιδικάζοντας συνολικό ποσό 9,5 δισεκατομμυρίων δραχμών ενώ το αίτημα για την αποζημίωση σχετικά με τις υλικές ζημίες απερρίφθη ως αόριστο. Το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε σε ένδικα μέσα ενώπιον αρχικώς του Εφετείου και εν συνεχεία του Αρείου Πάγου με αποτέλεσμα να απορριφθούν τα αιτήματα του και να επικυρωθεί τελεσίδικα η απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς.
Το θέμα στη συνέχεια πήρε διαφορετική τροπή, με αφορμή μια άλλη υπόθεση που αφορούσε αποζημίωση για υλικές ζημίες ενάντια στο γερμανικό δημόσιο. Και σε αυτή την περίπτωση ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του γερμανικού δημοσίου το οποίο προέβαλλε εκ νέου ως επιχείρημα το προνόμιο της ετεροδικίας, σύμφωνα με το οποίο, τα κράτη δεν μπορούν να δικάζονται από δικαστήρια άλλης χώρας. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση το προνόμιο της ετεροδικίας αίρεται διότι αφορά βλάβες που προκάλεσαν όργανα της συγκεκριμένης χώρας σε πολίτες άλλης χώρας και ως εκ τούτου γεννάται αδικοπρακτική ευθύνη, και ακόμα, ότι η άρση της ετεροδικίας σε αυτές τις περιπτώσεις, αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα τους διεθνούς δικαίου.
Στη συνέχεια το γερμανικό δημόσιο έθεσε το θέμα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) ώστε να αποφανθεί, για το αν η άρση της ετεροδικίας σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου με βάση τη σχετική διεθνή σύμβαση (Σύμβαση της Βασιλείας περί της ετεροδικίας των Κρατών του 1972).
 Το ΑΕΔ έκρινε ότι η άρση της ετεροδικίας δεν αποτελεί γενικά παραδεδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, εμμένοντας έτσι στη μακροχρόνια καθιερωμένη αρχή της ετεροδικίας του αλλοδαπού κράτους, η οποία καλύπτει ως επί το πλείστον και τις ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου, ενώ για τις αποζημιώσεις έκρινε ότι αυτές καθορίζονται με βάση διακρατικές συμφωνίες και όχι με ατομικές αγωγές πολιτών. (ΑΕΔ  6/2002).
Με βάση αυτές τις εξελίξεις η τότε κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεσή της προκειμένου να προχωρήσει η εκτέλεση της απόφασης κατά αλλοδαπής χώρας. Εφόσον λοιπόν δεν ήταν δυνατή η εκτέλεση των παραπάνω αποφάσεων στην Ελλάδα, ο δικηγόρος Ιωάννης Σταμούλης αποφάσισε να κάνει χρήση σχετικής διάταξης του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις μια χώρας μέλους μπορούν να εκτελεστούν και στις άλλες χώρες μέλη, προχωρώντας σε κατάσχεση ιδιοκτησιών του γερμανικού δημοσίου στη Φλωρεντία. Το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε κατά της εκτέλεσης στο πρωτοδικείο της Φλωρεντίας το οποίο απέρριψε το αίτημα του ενώ στη συνέχεια το ίδιο έπραξε σε δεύτερο βαθμό και το εφετείο. Τέλος το ανώτατο  ακυρωτικό δικαστήριο της Ρώμης (Cassazione) στην υπόθεση  Φερίνι (Ferrini c. Repubblica Federale della Germania), ενός ιταλού πολίτη ο οποίος το 1944 είχε συλληφθεί και μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, απεφάνθη οριστικά υπέρ της εκτέλεσης των αποφάσεων των ιταλικών (και κατά συνέπεια και των ελληνικών) δικαστηρίων κατά του γερμανικού δημοσίου με το αιτιολογικό ότι σε περιπτώσεις μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το προνόμιο της ετεροδικίας αίρεται. Η Γερμανία ως έσχατη προσπάθεια να αποφύγει την καταβολή των αποζημιώσεων αποφάσισε να προσφύγει στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ζητώντας την καταδίκη της Ιταλίας για παραβίαση του προνομίου της ετεροδικίας του γερμανικού κράτους. Η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται στις 12/9/2011 και όπως αναφέραμε πιο πάνω η Ελλάδα άσκησε παρέμβαση υπέρ της Ιταλίας, υπό την πίεση της κοινής γνώμης σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη για τις ελληνογερμανικές σχέσεις περίοδο.
Εδώ  θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αποζημίωση των θυμάτων και των συγγενών τους από εγκλήματα πολέμου δεν ταυτίζεται με το θέμα των κατοχικών δανείων κλπ που αποτελούν αντικείμενο της σφαίρας των διακρατικών σχέσεων και συμφωνιών.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στην προκειμένη περίπτωση, θα αποφανθεί επί του θέματος της ετεροδικίας, και σε περίπτωση απόρριψης της γερμανικής προσφυγής θα ανοίξει πλέον ο δρόμος για τη δικαίωση των θυμάτων (και των συγγενών τους) που έπεσαν θύματα του ναζιστικού καθεστώτος. Επιπλέον, θα αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό βήμα, ώστε η μη εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας των κρατών σε υποθέσεις που αφορούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, να εδραιωθεί ως κανόνας του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens). Με αυτό τον τρόπο, κανένα κράτος δεν θα μπορεί να οχυρώνεται πλέον πίσω από το προνόμιο της ετεροδικίας αποφεύγοντας να λογοδοτεί και να αποζημιώνει τα θύματα παρόμοιων εγκληματικών πράξεων.

7.7.11

Καταδίκη Ελλάδας για εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων

Η Ελλάδα υποχρεώνεται να καταβάλει κατ' αποκοπή ποσό ύψους τριών εκατομμυρίων ευρώ, για εκπρόθεσμη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων.
Σκοπός της οδηγίας για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων είναι να θεσπίσει σύστημα συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποζημιώσεως των θυμάτων εγκληματικών πράξεων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα. Στηρίζεται στη νομολογία του ∆ικαστηρίου, το οποίο κατά το παρελθόν έχει αποφανθεί ότι, εφόσον το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει την ελευθερία του φυσικού προσώπου να μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, η προστασία της ακεραιότητάς του κατά τον τρόπο ακριβώς που προστατεύονται οι ημεδαποί και όσοι διαμένουν σε αυτό συνιστά αναγκαία συνέπεια και συμπλήρωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας. Η οδηγία αυτή έπρεπε να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη στην εθνική έννομη τάξη το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2005.

Σημείωση: η Ελλάδα ενσωμάτωσε τελικά την παραπάνω οδηγία τον Δεκέμβριο του 2009 με το νόμο 3811/2009.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της απόφασης εδώ